αμύστακος
Смотреть что такое "αμύστακος" в других словарях:
αμύστακος — η, ο [μύσταξ] ο αμούστακος* … Dictionary of Greek
αμούστακος — η, ο και παλ. τ. αμύστακος, ον [μουστάκι] 1. αυτός που δεν έχει μουστάκι 2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος 3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι 4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο … Dictionary of Greek