αμύστακος

αμύστακος
ος , ον см. αμούστακος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμύστακος" в других словарях:

  • αμύστακος — η, ο [μύσταξ] ο αμούστακος* …   Dictionary of Greek

  • αμούστακος — η, ο και παλ. τ. αμύστακος, ον [μουστάκι] 1. αυτός που δεν έχει μουστάκι 2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος 3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι 4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»